απαξιώνω — ίωσα, δεν κρίνω άξιο, δεν καταδέχομαι: Απαξίωσε ακόμη και να με χαιρετήσει. Ουσ. απαξίωση, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απαξιώ — απαξιώ, απαξίωσα βλ. πίν. 197 και πρβλ. απαξιώνω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής